- κατακόμβες
- Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του κοιμητηρίου του στην Αππία Οδό της Ρώμης, όπου το 258 μ.Χ. είχαν μεταφερθεί τα λείψανα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η ετυμολογία του όρου παραμένει άγνωστη. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι ταφής των χριστιανών από τον 1ο έως τον 4o αι. μ.Χ. Είχαν σχεδόν αποκλειστικά ταφικό χαρακτήρα και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις λειτουργούσαν ως τόποι λατρείας και συγκεντρώσεων. Έως το 250 μ.Χ., έτος του διωγμού που εξαπολύθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο, ο σεβασμός των αρχαίων για τους νεκρούς είχε συντελέσει ώστε οι αρχές να μην εμποδίζουν τη χρήση των κ., γι’ αυτό είχαν συχνά μνημειακές και εμφανείς εισόδους. Αρχή των κ. ήταν οι ιδιωτικοί τάφοι που παραχωρούσαν στους χριστιανούς οι πλούσιοι πατρίκιοι, οι οποίοι είχαν προσηλυτιστεί στη νέα θρησκεία. Η ανάπτυξή τους σε υπόγεια συγκροτήματα έγινε μάλλον για λόγους εξοικονόμησης χώρου παρά για λόγους ασφαλείας. Το είδος αυτό της ταφής, γνωστό από τα λαξευτά μνήματα των Εβραίων της Παλαιστίνης, προσφερόταν ιδιαίτερα για το ρωμαϊκό έδαφος. Στη Ρώμη οι κ. βρίσκονταν σε απόσταση 1,5 έως 5 χλμ. έξω από τα τείχη της πόλης, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του ρωμαϊκού δικαίου για την ταφή των νεκρών, και καταλάμβαναν συνολικά έκταση περίπου 1.000 τ. χλμ. Ακόμη και σήμερα όμως ανακαλύπτονται νέες. Αποτελούνταν από μακριές στοές με πολλούς ορόφους, που έφταναν τους πέντε στις σημαντικότερες της Ρώμης, στις κ. του Αγίου Καλλίστου· οι στοές είχαν το ύψος ανθρώπου και στις πλευρές τους λαξευόνταν οι θήκες (loculi), ορθογώνια κοιλώματα για την εναπόθεση των νεκρών, τα οποία σφραγίζονταν με μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες. Οι σημαντικότεροι τάφοι (με σκηνώματα μαρτύρων και παπών) στεγάζονταν με ένα τόξο και ονομάζονταν arcosolia. Στις διασταυρώσεις των στοών υπήρχαν μικροί χώροι (κάποτε με Αγία Τράπεζα) για λατρευτικές εκδηλώσεις.
Τον 3o αι. ο πάπας Κάλλιστος αναδιοργάνωσε τις κ. και ανέθεσε τη φροντίδα τους σε μια ιδιαίτερη διοικητική υπηρεσία από επτά διακόνους. Τον 4o αι., μετά το έδικτο (διάταγμα) των Μεδιολάνων που εξέδωσαν οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Α’ ο Μέγας και Λικίνιος, ο πάπας άγιος Δαμάσιος αποκατέστησε ορισμένες στοές, που είχαν επιχωματωθεί κατά τη διάρκεια των διωγμών (για να σωθούν οι τάφοι από τυχόν βεβηλώσεις), και τοποθέτησε έμμετρες επιγραφές προς τιμήν των πιο σεβαστών αγίων και μαρτύρων. Την ίδια εποχή, μολονότι παπικές διαταγές είχαν απαγορεύσει την ταφή στις κ., οι εύποροι χριστιανοί ίδρυσαν σε αυτές επιβλητικούς οικογενειακούς τάφους, καταστρέφοντας παλαιότερα μνήματα. Μετά την ερήμωση της Ρώμης, το 410 μ.Χ., οι κ. έπαψαν να έχουν χαρακτήρα κοιμητηρίων και έγιναν τόποι λατρείας· αργότερα, τον 6o αι., λεηλατήθηκαν από τους Γότθους. Με τη μεταφορά των λειψάνων των μαρτύρων στις εκκλησίες, οι κ. άρχισαν να εγκαταλείπονται. Από τον 10o έως τον 16ο αι. λησμονήθηκαν τελείως και οι μόνες γνωστές στη Ρώμη ήταν οι κ. του Αγίου Σεβαστιανού. Από το 1593 ο αρχαιολόγος Αντόνιο Μπόζιο άρχισε τη συστηματική έρευνα αυτών των σημαντικών μνημείων των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού· οι έρευνες για την ανακάλυψη και τη μελέτη των κ. συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Οι κ. παρουσιάζουν ενδιαφέρον και για τη γνώση της παλαιοχριστιανικής τέχνης, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τοιχογραφίες φιλοτεχνημένες με απλοποιημένη αλλά έμπειρη τεχνική (συνοπτική ζωγραφική), η οποία συνεχίζει την παράδοση της ελληνιστικής και της ελληνορωμαϊκής τέχνης. Από τις γνωστότερες τοιχογραφίες είναι: Ο έρωτας και η ψυχή της κ. της Αγίας Δομιτίλλης, η Προσκύνηση των μάγων της κ. των Αγίου Πέτρου και Μαρκελλίνου, η Δεομένη της κ. του Αγίου Καλλίστου, η Δεομένη της Βίνια Μάσιμα, η Παναγία με το Βρέφος της κ. της Αγίας Πρισκίλλης κ.ά. Πολυάριθμες είναι επίσης οι σαρκοφάγοι με πλούσιες ανάγλυφες διακοσμήσεις· τα θέματά τους, όπως και των νωπογραφιών, είναι ίδια με εκείνα της κλασικής τέχνης (τα οποία έχουν τώρα αποκτήσει συμβολική σημασία) ή συνδέονται με τη χριστιανική πίστη και λατρεία, όπως Ο Ιωνάς και το κήτος, Ο Καλός ποιμήν, οι σκηνές του τρυγητού κ.ά. (Ρώμη, μουσείο Λατερανού).
Οι κ. θεωρούνται συνήθως χαρακτηριστικά χριστιανικά μνημεία της Ρώμης, χρησιμοποιήθηκαν όμως και σε άλλα μέρη και από άλλες θρησκείες για κοιμητήρια. Στην ίδια τη Ρώμη υπάρχουν εβραϊκές κ., ενώ χριστιανικές κ. βρίσκονται και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας, όπως στη Νάπολη, στην Κατάνη, στις Συρακούσες κ.α. Χριστιανικές κ. υπάρχουν επίσης στη Μάλτα, στη Γαλλία (Αρλ, Ναρμπόν, Μασσαλία), στην Ουγγαρία, στη βόρεια Αφρική, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στην Κύπρο.
Στον ελλαδικό χώρο, σημαντικές παλαιοχριστιανικές κ. έχουν ανακαλυφθεί στη Μήλο.
Κατακόμβη στη Μήλο (φωτ. Ν. Κοντού).
ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ ΤΗΣ ΑΓ. ΑΓΝΗΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Προσωπογραφίες σε επίχρυσο γυαλί από την κατακόμβη του Αγίου Παμφίλου στη Ρώμη.
Η μορφή του Χριστού, σε τοιχογραφία της κατακόμβης του Αγίου Καλλίστου.
Νωπογραφία από την κατακόμβη της Βίνια Μάσιμα της Ρώμης, που εικονίζει τη μορφή της Χάρης.
«Η Παναγία με το βρέφος», τοιχογραφία του 4ου αι. στη κατακόμβη του Οστριανού στη Ρώμη.
Εξαίρετες νωπογραφίες παλαιοχριστιανικής τέχνης εικονίζουν γυναίκες που δέονται, στις κατακόμβες της Βίνια Μάσιμα της Ρώμης.
Διάδρομος με θήκες λαξευμένες στα τοιχώματα του δεύτερου ορόφου των κατακομβών της Αγίας Πρίσκιλλας.
Dictionary of Greek. 2013.